αμολόγητος

αμολόγητος
και αμολόητος, -η, -ο
[μολογώ]
αυτός που δεν μολογιέται, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να λεχθεί, να αναφερθεί, άρρητος, ανεκδιήγητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμολόγητος — αμολόγητος, η, ο και αμολόητος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μολογιέται, δε λέγεται: Είναι αμολόητα τα όσα της έκαμε. 2. αυτός που δε μολογήθηκε, δεν καταγγέλθηκε: Το κρίμα του αυτό έμεινε αμολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”